- χρυσόχειρ
- -χειρος, ὁ, ἡ, Ααυτός που φορεί χρυσά δαχτυλίδια και βραχιόλια.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + -χειρ (< χείρ, χειρός), πρβλ. ῥοδό-χειρ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρυσόχειρ — χρῡσόχειρ , χρυσόχειρ with gold on the hands masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Chrysocheres — (also known as Chrysocheir or Chrysoverges, Greek: Χρυσόχειρ) (died 872) was a leader of the Paulicians from 863 to 872. He succeeded his uncle, Karbeas, after the latter was slain in Michael III s campaign against the Paulicians in 863. He led… … Wikipedia
Chrysocheir — (Greek: Χρυσόχειρ), also known as Chrysocheres (Χρυσόχερις) or Chrysoverges, was the last leader of the Paulician state of Tephrike from 863 to 872. He succeeded his uncle, Karbeas, after the latter s death in 863, possibly at the Battle of… … Wikipedia
ξηρόχειρ — ξηρόχειρ, χειρος, ὁ (Μ) αυτός που έχει ξηρό, παράλυτο χέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + χειρ (πρβλ. χρυσόχειρ)] … Dictionary of Greek
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek
χρυσόχειρα — χρῡσόχειρα , χρυσόχειρ with gold on the hands masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσόχειρες — χρῡσόχειρες , χρυσόχειρ with gold on the hands masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσόχειρι — χρῡσόχειρι , χρυσόχειρ with gold on the hands masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσόχειρος — χρῡσόχειρος , χρυσόχειρ with gold on the hands masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)